- νιφαργής
- νιφαργής, -ές και νίφαργος, -ον (Α)λευκός σαν το χιόνι, λαμπερός από την λευκότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + ἀργής «λαμπρός» (πρβλ. εν-αργής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιφαργέσιν — νιφαργής snow white masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίφαργος — (I) ο ζωολ. γένος αμφίποδων καρκινοειδών τής οικογένειας gammaridae. (II) νίφαργος, ον (Α) βλ. νιφαργής … Dictionary of Greek